ἑβδόμου

ἑβδόμου
ἕβδομος
seventh
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ληναιών — Ληναιών, ῶνος, ὁ (Α) [Λήναι] αρχαία ιωνική ονομασία τού έβδομου αττικού μήνα Γαμηλιώνος, κατά τον οποίο τελούνταν τα Λήναια και που αντιστοιχεί με το διάστημα από τα μέσα Ιανουαρίου ώς τα μέσα Φεβρουαρίου …   Dictionary of Greek

  • αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… …   Dictionary of Greek

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • νέμεση — η (Α νέμεσις, επικ. τ. νέμεσσις) 1. δίκαιη τιμωρία αξιόποινης πράξης, ποινή 2. η θεϊκή τιμωρός δύναμη, η θεϊκή οργή που πλήττει αυτόν που ασεβεί ή αδικεί, η θεία δίκη («μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβεν ἐκ θεοῡ νέμεσις μεγάλη Κροῑσον», Ηρόδ.) 3. ως …   Dictionary of Greek

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • πλεύρα — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • ρω — Νησί στην πρώην επαρχία Ρόδου του νομού Δωδεκανήσου με υψόμ. 50 μ. Βρίσκεται Δ της Μεγίστης. Υπάγεται στον ομώνυμο δήμο. Ο τάφος της Κυράς της Ρω στο νησί Ρω (φωτ. ΑΠΕ). * * * το / ῥῶ, ΝΜΑ άκλ. ονομασία τού δέκατου έβδομου γράμματος, δέκατου… …   Dictionary of Greek

  • σκηνοπηγία — Ετήσια εβραϊκή γιορτή που αρχίζει τη 15η ημέρα του μήνα Τισρί (έβδομου μήνα του εβραϊκού ημερολόγιου), πέντε μέρες μετά την ημέρα του εξισλαμισμού. Αρχίζει με αργία, διαρκεί επτά ημέρες και τελειώνει πάλι με αργία. Είναι φθινοπωρινή γιορτή και… …   Dictionary of Greek

  • γερανιόλη — Άκυκλη, πρωτοταγής αλκοόλη, του τύπου C9H15 – CH2OH. Είναι άχρωμο υγρό, με ευχάριστη οσμή ρόδων, έχει σημείο βρασμού 229 230°C και πυκνότητα 0,889 gr/cm3 (20°C). Δεν είναι διαλυτή στο νερό, αλλά διαλύεται στην αιθανόλη και στον αιθέρα. Είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”